- μουσμουλιά
- ηοπωροφόρο αειθαλές δέντρο με κίτρινους καρπούς, η μεσπιλιά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μουσμουλιά — η κοινή ονομασία τού είδους Eriobotrya japonica τού γένους φυτών εριοβοτρύα, το οποίο καλλιεργείται σε πολλές περιοχές για τον εδώδιμο κίτρινο καρπό του. [ΕΤΥΜΟΛ. < *μεσπιλέα < μεσπίλη «μούσμουλο» (βλ. λ. μούσμουλο)] … Dictionary of Greek
μουσμουλιά ή μεσπουλιά — Κοινή ονομασία δύο οπωροφόρων δέντρων διαφορετικού γένους: της εριοβότρυος της ιαπωνικής και της μεσπιλέας της γερμανικής, αλλά της ίδιας οικογένειας, των ροδιδών (δικοτυλήδονα). Πιο διαδεδομένη και πιο γνωστή στην Ελλάδα είναι η πρώτη. Κατάγεται … Dictionary of Greek
Мушмула японская — ? … Википедия
Локва — ? Научная классификация Царство: Растения Отдел: Покрытосеменные … Википедия
Эриоботрия японская — ? Научная классификация Царство: Растения Отдел: Покрытосеменные … Википедия
αμαμηλίς — ἁμαμηλίς ( ίδος), η (Α) ἐπιμηλίς*, μουσμουλιά (Mespilus germanica). [ΕΤΥΜΟΛ. Ονομασία φυτού που απαντά και ως ὁμομηλις ή ἐπιμηλίς. Η λ. προήλθε από αρχικό τ. *ἁμά μηλος < ἅμα + μῆλον] … Dictionary of Greek
μεσπιλιά — και μεσπιλέα η βοτ. η μουσμουλιά … Dictionary of Greek
μόσχευμα — Κάθε τμήμα βλαστού, ρίζας, φύλλων ή ακόμα και πέταλα, που, όταν κοπούν από το μητρικό φυτό και βρεθούν κάτω από ειδικές συνθήκες, έχουν την ικανότητα να αναπαράγουν το φυτό από το οποίο προέρχονται. Η μέθοδος του πολλαπλασιασμού με μ.… … Dictionary of Greek
πομοειδή — τα βοτ. οικογένεια τών ροδιδών, τής τάξης ροδώδη, τής οποίας κύριο χαρακτηριστικό είναι ο ψευδής ραγοειδής καρπός και η οποία περιλαμβάνει σημαντικά οπωροφόρα, όπως την αχλαδιά, τη μηλιά, την κυδωνιά, τη μουσμουλιά, τη μεσμιλιά, τη μουτζιά, αλλ.… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek